sensitive
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sensitive (en)
- που έχει την ικανότητα να αισθάνεται· σχετικός με τις αισθήσεις
- ευαίσθητος, ευπαθής (για πρόσωπα)
- που καταγράφει ή απηχεί λεπτές μετρήσεις, διαφορές κ.λπ. (για υλικά, όργανα, καταστάσεις)
- εύθικτος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, μυγιάγγιχτος
- ευσυγκίνητος
- (παρωχημένο) άτομο με παραφυσικές ικανότητες που τις αναπτύσσει μέσω της ύπνωσης, μέντιουμ
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
πληροφορική:
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
sensitive (fr)