sergente
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sergente < λατινική serviens < servientes (υπηρέτης)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sergente | sergenti |
sergente (it)
ενικός | πληθυντικός |
sergente | sergenti |
sergente (it)