Μετάβαση στο περιεχόμενο

sergente

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sergente < λατινική serviens < servientes (υπηρέτης)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sergente sergenti

sergente (it)