Μετάβαση στο περιεχόμενο

seri

Από Βικιλεξικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

seri (io)



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
seri < (άμεσο δάνειο) αραβική سَرِيع (sarīʿ‎, γρήγορος)

Επίθετο

[επεξεργασία]

seri (tr)

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
seri < (άμεσο δάνειο) γαλλική série < λατινική seriēs < sero (ενώνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ς προέλευσης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

seri (tr)

  • seri - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν