serial port
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
serial port | serial ports |
serial port (en)
- (πληροφορική) ασύγχρονη θύρα (port) σειριακής επικοινωνίας μέσω της οποίας τα δεδομένα εισάγονται/εξάγονται με ένα bit την φορά
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- serial port στην αγγλική Βικιπαίδεια