Μετάβαση στο περιεχόμενο

serious

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός serious
συγκριτικός more serious
υπερθετικός most serious

Επίθετο

[επεξεργασία]

serious (en)

  1. σοβαρός, που είναι κακό ή επικίνδυνο
      Drugs are a serious problem nowadays.
    Τα ναρκωτικά είναι σοβαρό πρόβλημα σήμερα.
      His injury was serious.
    Ο τραυματισμός του ήταν σοβαρός.
      She will have a serious operation.
    Θα κάνει μια σοβαρή εγχείρηση.
      There were serious losses.
    Είχαν σοβαρές απώλειες.
      Your proposal has a serious drawback.
    Η πρότασή σου έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα.
      We’re facing serious difficulties.
    Αντιμετωπίζουμε σοβαρές δυσκολίες.
      He was forced to abort the trip due to a serious mechanical breakdown.
    Αναγκάστηκε να διακόψει το ταξίδι λόγω σοβαρής μηχανικής βλάβης.
      The international situation looks serious.
    Η διεθνής κατάσταση φαίνεται σοβαρή.
  2. σοβαρός, που σκέφτεται τα πράγματα με προσεκτικό και λογικό τρόπο· όχι ανόητα
      Suddenly his face became serious.
    Ξαφνικά το πρόσωπό του έγινε σοβαρό.
      He tried to remain serious but was overcome with laughter.
    Προσπάθησε να μείνει σοβαρός, αλλά τον έπιασαν τα γέλια.
      She instantly had a serious look.
    Πήρε αμέσως σοβαρό ύφος.
  3. σοβαρός, που είναι ειλικρινής ή αξιόπιστος για κάτι· που δεν αστειεύεται ή δεν σκοπεύει να κάνει αστείο
      Only serious proposals will be taken into account.
    Μόνο σοβαρές προτάσεις θα ληφθούν υπόψη.
      He is a serious person; you can have confidence in him.
    Είναι σοβαρός άνθρωπος· μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη.
      I found a serious girl to look after the children.
    Βρήκα μια σοβαρή κοπέλα για να προσέχει τα παιδιά.
  4. σοβαρός, που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά· όχι μόνο για ευχαρίστηση
      serious music - σοβαρή μουσική
      serious literature - σοβαρή λογοτεχνία
  5. σοβαρός, που πρέπει να αντιμετωπίζεται ως σημαντικό
      I tried to have a serious discussion with him.
    Προσπάθησα να κάνω μαζί του μια σοβαρή συζήτηση.
  6. (ανεπίσημο) σοβαρός, χρησιμοποιείται για να τονίσει ότι υπάρχει μεγάλη ποσότητα από κάτι
      He owes a serious amount of money.
    Χρωστάει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό.
      They went into town to indulge in some serious shopping.
    Πήγαν στην πόλη για να επιδοθούν σε σοβαρά ψώνια.