seriousness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]seriousness (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η σοβαρότητα, η ιδιότητα του να είναι σοβαρό
seriousness (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)