Μετάβαση στο περιεχόμενο

seriousness

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
seriousness < serious + -ness

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

seriousness (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  • η σοβαρότητα, η ιδιότητα του να είναι σοβαρό
      I understand the seriousness of the situation.
    Αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της κατάστασης.
     συνώνυμα: severity