serment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɛʁ.mɑ̃/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
serment serments

serment (fr) αρσενικό

  1. ο όρκος
    prêter serment - ορκίζομαι
  2. η θερμή υπόσχεση
    faire le serment de - υπόσχομαι να κάνω κάτι, λαμβάνω την ηθική υποχρέωση να κάνω κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]