serviabilité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- serviabilité < serviable
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
serviabilité | serviabilités |
serviabilité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
serviabilité | serviabilités |
serviabilité (fr) θηλυκό