servico
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servico | servicoj |
αιτιατική | servicon | servicojn |
servico (eo)
- το σερβίτσιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | servico | servicoj |
αιτιατική | servicon | servicojn |
servico (eo)