Μετάβαση στο περιεχόμενο

servile

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

servile (en)

  1. που αναφέρεται στους δούλους
  2. δουλικός, δουλοπρεπής
     συνώνυμα: slavish, submissive, abject



Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
servile serviles

servile (fr) αρσενικό ή θηλυκό