servitude

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
servitude servitudes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

servitude (fr) θηλυκό

  1. η δουλεία
  2. ο εξαναγκασμός
  3. η υποταγή
  4. η υποτέλεια