set out

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας set out
γ΄ ενικό ενεστώτα sets out
αόριστος set out
παθητική μετοχή set out
ενεργητική μετοχή setting out

Ετυμολογία [επεξεργασία]

set out < → δείτε τις λέξεις set και out

Ρήμα[επεξεργασία]

set out (en)

  1. κινώ, ξεκινώ για να πάω κάπου
    He set out for his village.
    Κίνησε για το χωριό του.
    They set out at dawn.
    Ξεκινήσανε την αυγή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη set off
  2. αναφέρω, παρουσιάζω οργανωμένα, προφορικά ή γραπτά, ιδέες, γεγονότα κτλ.
    Then he set out his opinions on capital punishment.
    Έπειτα ανάφερε τις απόψεις του για τη θανατική ποινή.

Πηγές[επεξεργασία]