set up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | set up |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | sets up |
αόριστος | set up |
παθητική μετοχή | set up |
ενεργητική μετοχή | setting up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
set up (en)
- στήνω, ετοιμάζω κάτι για χρήση
- διευθετώ, διατάσσω
- διαμορφώνω συνθήκες παγίδας, στήνω
- διατάσσω/παρατάσσω/στήνω/συνδέω εξοπλισμό λειτουργικά