settle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας settle
γ΄ ενικό ενεστώτα settles
αόριστος settled
παθητική μετοχή settled
ενεργητική μετοχή settling

Ρήμα[επεξεργασία]

settle (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ, ρυθμίζω, βρίσκω μια λύση σε ένα πρόβλημα ή ένα επιχείρημα
    The matter is as good as settled.
    Το θέμα έχει σχεδόν τακτοποιηθεί.
    I settle something out of court.
    Ρυθμίζω κάτι εξωδίκως.
    I settled the dispute.
    Ρύθμισα την διαφορά.
    Everything is settled!
    Όλα ρυθμίστηκαν!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with
  2. (μεταβατικό) ορίζω, επιτέλους αποφασίζω κάτι
    on the settled day for the wedding - την ορισμένη ημέρα για το γάμο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine
  3. (αμετάβατο) εγκαθιστώ, κάνω ένα μέρος μόνιμη κατοικία μου
    We permanently settled into our new home.
    Εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο νέο μας σπίτι.
    After the war, they settled in Paris.
    Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ, στρώνω, νιώθω ή κάνω κάποιον άλλο να νιώθει άνετα σε μια νέα θέση
    The nurse settled the patient in for the night.
    Η νοσοκόμα τακτοποίησε τον άρρωστο για τη νύχτα.
    She settled in her armchair to read.
    Τακτοποιήθηκε/Στρώθηκε στην πολυθρόνα της να διαβάσει.
    He got settled in my office and started to…
    Στρώθηκε στο γραφείο μου κι άρχισε να…
  5. (αμετάβατο) καταλαγιάζω, για κάτι που χάνει την έντασή του και στηρίζει σε κάποια επιφάνεια
    When the dust cloud settled
    Όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abate

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]