settle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | settle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | settles |
αόριστος | settled |
παθητική μετοχή | settled |
ενεργητική μετοχή | settling |
Ρήμα[επεξεργασία]
settle (en)
- (μεταβατικό) τακτοποιώ
- (μεταβατικό) τακτοποιώ, στρώνω
- ↪ The nurse settled the patient for the night.
- Η νοσοκόμα τακτοποίησε τον άρρωστο για τη νύχτα.
- ↪ Things are starting to settle into shape.
- Τα πράγματα άρχισαν να στρώνουν.
- ↪ The nurse settled the patient for the night.
- (αμετάβατο) τακτοποιούμαι, στρώνομαι
- ↪ She settled in her armchair to read.
- Τακτοποιήθηκε στην πολυθρόνα της να διαβάσει.
- ↪ He got settled in my office and started to…
- Στρώθηκε στο γραφείο μου κι άρχισε να…
- ≈ συνώνυμα: settle down
- ↪ She settled in her armchair to read.
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: στρώνω