Μετάβαση στο περιεχόμενο

seu

Από Βικιλεξικό

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

seu (ca)

  1. του/της
  2. δικός του/της

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Το αντικείμενο είναι αρσενικού γένους.



Αντωνυμία

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
seu seus

seu (pt)

  1. του/της
  2. δικός του/της

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Το αντικείμενο είναι αρσενικού γένους.