seventy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

seventy (en)

  • εβδομήντα
    ⮡  seventy thousand/million - εβδομήντα χιλιάδες/εκατομμύρια
    ⮡  Seventy twice makes one hundred forty.
    Δύο φορές το εβδομήντα κάνει εκατόν σαράντα.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
seventy seventies

seventy (en)

  1. (μόνο πληθυντικός) στα/τα εβδομήντα, μεταξύ 70 και 79 ετών
    ⮡  He entered his seventies.
    Μπήκε στα εβδομήντα.
  2. (μόνο πληθυντικός) η δεκαετία του εβδομήντα, για τη χρονολογία οποιουδήποτε αιώνα, τα χρόνια μεταξύ 70 και 79
    ⮡  in the seventies and eighties but all later on - τις δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα αλλά και μετέπειτα