several
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
several (en)
- κάμποσοι, διάφοροι, αρκετοί που δεν τους αναφέρουμε
- ↪ Take as many beers as you like, I have several.
- Πάρε όσες μπίρες θες, έχω κάμποσες.
- ↪ Several passed by and asked for you.
- Πέρασαν διάφοροι και σε ζήτησαν.
- ↪ Several have asked about the issue.
- Αρκετοί από εσάς ρωτήσατε για το θέμα.
- ↪ Take as many beers as you like, I have several.
Προσδιοριστής[επεξεργασία]
several (en)
- αρκετός, κάμποσος, διάφορος, περισσότερα από δύο αλλά όχι πάρα πολλά
- ↪ I have met him several times.
- Τον έχω συναντήσει αρκετές φορές.
- ↪ Several of you have asked about the issue.
- Αρκετοί από εσάς ρωτήσατε για το θέμα.
- ↪ Several days went by.
- Πέρασαν κάμποσες ημέρες.
- ↪ I have several ideas but…
- Έχω διάφορες ιδέες αλλά…
- ↪ I have met him several times.
Πηγές[επεξεργασία]
- several - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 123, 232, 410. ISBN 9780194325684., λήμμα: αρκετός, διάφορος, κάμποσος