several
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Αντωνυμία
[επεξεργασία]several (en)
several (en)
- αρκετός, κάμποσος, διάφορος, περισσότερα από δύο αλλά όχι πάρα πολλά
- ⮡ I have met him several times.
- Τον έχω συναντήσει αρκετές φορές.
- ⮡ Several of you have asked about the issue.
- Αρκετοί από εσάς ρωτήσατε για το θέμα.
- ⮡ Several days went by.
- Πέρασαν κάμποσες ημέρες.
- ⮡ There were several people in the room and it was hard to find a spot.
- Είχε κάμποσο κόσμο στην αίθουσα και δυσκολεύτηκα να βρω θέση.
- ⮡ I have several ideas but…
- Έχω διάφορες ιδέες αλλά…
- ⮡ I have met him several times.
Πηγές
[επεξεργασία]- several - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 123, 232, 410. ISBN 9780194325684., λήμμα: αρκετός, διάφορος, κάμποσος