Μετάβαση στο περιεχόμενο

sewage

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sewage < sew + -age

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sewage (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα λύματα, η αποχέτευση
      Urban sewage ends up in the sewage plant of the city.
    Τα αστικά λύματα καταλήγουν στον βιολογικό καθαρισμό της πόλης.
      a sewage system - σύστημα αποχέτευσης
      The bank undertook the finance of the sewage projects.
    Η τράπεζα ανέλαβε τη χρηματοδότηση των αποχετευτικών έργων.
     συνώνυμα: wastewater

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • sewage στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια