Μετάβαση στο περιεχόμενο

sexologie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
sexologie sexologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sexologie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη sexe