sexpert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sexpert < συμφυρμός των sex + expert

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsɛkspɜːt/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sexpert (en)

  • (ανεπίσημο) πρόσωπο που ισχυρίζεται ή θεωρείται πως έχει ιδιαίτερη γνώση των θεμάτων που σχετίζονται με το σεξ, με τη σεξουαλική ζωή ή συμπεριφορά των ανθρώπων

Πηγές[επεξεργασία]