sexué

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sexué sexués
θηλυκό sexuée sexuées

sexué (fr)

  1. που έχει φύλο
    les végétaux sexués - τα φυτά που έχουν φύλο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη sexe