Μετάβαση στο περιεχόμενο

sezione

Από Βικιλεξικό

Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sezione sezioni

sezione (it)