sgrullone
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sgrullone | sgrulloni |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sgrullone < sgrullare
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sgrullone (it) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
sgrullone | sgrulloni |
sgrullone (it) αρσενικό