shaggy

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

shaggy (en)

  1. πυκνός, τριχωτός
    shaggy eyebrows - πυκνά φρύδια