shampoo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shampoo shampoos

shampoo (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shampoo
γ΄ ενικό ενεστώτα shampoos
αόριστος shampooed
παθητική μετοχή shampooed
ενεργητική μετοχή shampooing

shampoo (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • shampoo στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 511. ISBN 9780194325684. , λήμμα: λούζω



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shampoo (it)