Μετάβαση στο περιεχόμενο

shampoo

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shampoo shampoos

shampoo (en)

ενεστώτας shampoo
γ΄ ενικό ενεστώτα shampoos
αόριστος shampooed
παθητική μετοχή shampooed
ενεργητική μετοχή shampooing

shampoo (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shampoo (it)