Μετάβαση στο περιεχόμενο

shield

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shield shields

shield (en)

  1. η ασπίδα, αμυντικό όπλο
      The knight raised his shield before the attack.
    Ο ιππότης σήκωσε την ασπίδα του πριν την επίθεση.
  2. η ασπίδα ταραχών, η ασπίδα των ΜΑΤ
      The police at the protest had (riot) shields.
    Οι αστυνομικοί στη διαδήλωση είχαν ασπίδες ταραχών/ασπίδες ΜΑΤ.
     συνώνυμα: riot shield
  3. η ασπίδα, άτομο ή πράγμα που χρησιμοποιείται για να προστατεύσει κάποιον ή κάτι
      She hid her true feelings behind a shield of cold indifference.
    Έκρυψε τα αληθινά της συναισθήματα πίσω από μια ασπίδα ψυχρής αδιαφορίας.
  4. (εραλδική) κομμάτι από μέταλλο σε σχήμα ασπίδας που χρησιμοποιείται σαν φόντο για ένα οικόσημο
ενεστώτας shield
γ΄ ενικό ενεστώτα shields
αόριστος shielded
παθητική μετοχή shielded
ενεργητική μετοχή shielding

shield (en)

  • (μεταβατικό) προστατεύω, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι από κίνδυνο, βλάβη ή κάτι δυσάρεστο
      I shielded my eyes against the glare.
    Προστάτεψα τα μάτια μου από τη λάμψη.
      The ozone layer shields the earth from the sun's ultraviolet rays.
    Η στιβάδα του όζοντος προστατεύει τη Γη από τις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου.
      He shielded her with his body.
    Την υπεράσπισε με το σώμα του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη protect