shingles
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]shingles (en) στον πληθυντικό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]shingles (en)
shingles (en) στον πληθυντικό
shingles (en)