shipment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shipment shipments

Ετυμολογία [επεξεργασία]

shipment < ship + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shipment (en)

  1. φορτίο (πχ. εμπορευμάτων)
  2. αποστολή, μεταφορά (φορτίου εμπορευμάτων)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • shipment στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια