shipment
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shipment | shipments |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]shipment (en)
- (μη μετρήσιμο) η αποστολή, η μεταφορά, η διαδικασία αποστολής αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο
- ⮡ the shipment of goods - η αποστολή εμπορευμάτων
- ⮡ The cost of the shipment of goods is shouldered by the customer.
- Tα έξοδα της αποστολής των εμπορευμάτων επιβαρύνουν τον πελάτη.
- ≈ συνώνυμα: consignment, dispatch και shipping
- (μετρήσιμο) το φορτίο, το φόρτωμα, ένα σύνολο αγαθών που αποστέλλονται από το ένα μέρος στο άλλο
Πηγές
[επεξεργασία]- shipment - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 112. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποστολή