Μετάβαση στο περιεχόμενο

shoo

Από Βικιλεξικό

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

shoo! (en)

ενεστώτας shoo
γ΄ ενικό ενεστώτα shoos
αόριστος shooed
παθητική μετοχή shooed
ενεργητική μετοχή shooing

shoo (en)

  • (ανεπίσημο) διώχνω, κάνω κάποιον ή κάτι να φύγει λέγοντας «ουστ!»
      Shoo the dog out of the garden!
    Διώξε το σκυλί από τον κήπο!
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη kick out