shore

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shore shores

shore (en)

  1. η ακτή
    the sea shore, the lake shore : η παραλία της θάλασσας, η ακτή της λίμνης
  2. η ξηρά
    The seamen were serving on shore instead of in ships.
    Οι ναυτικοί υπηρετούσαν στη στεριά αντί στα καράβια.
  3. στήριγμα, πάσσαλος ή στύλος που στηρίζει ένα βάρος από πάνω του ή ένα δάπεδο/οροφή
    The shores stayed upright during the earthquake.
    Τα στηρίγματα παρέμειναν όρθια στο σεισμό

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας shore
γ΄ ενικό ενεστώτα shores
αόριστος shored
παθητική μετοχή shored
ενεργητική μετοχή shoring

shore (en)

  • στηρίζω (→ δείτε τη λέξη  shore up)
    My family shored me up after I failed the GED.
    Η οικογένειά μου με στήριξε μετά την αποτυχία μου στις [εξετάσεις γενικής παιδείας του] GED.
    The workers were shoring up the dock after it fell into the water.
    Οι εργάτες στηρίζουν το dock αφού έπεσε στο νερό.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

shore (en)