shore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shore | shores |
shore (en)
- η ακτή
- ↪ the sea shore, the lake shore : η παραλία της θάλασσας, η ακτή της λίμνης
- η ξηρά
- ↪ The seamen were serving on shore instead of in ships.
- Οι ναυτικοί υπηρετούσαν στη στεριά αντί στα καράβια.
- ↪ The seamen were serving on shore instead of in ships.
- στήριγμα, πάσσαλος ή στύλος που στηρίζει ένα βάρος από πάνω του ή ένα δάπεδο/οροφή
- ↪ The shores stayed upright during the earthquake.
- Τα στηρίγματα παρέμειναν όρθια στο σεισμό
- ↪ The shores stayed upright during the earthquake.
[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shore |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shores |
αόριστος | shored |
παθητική μετοχή | shored |
ενεργητική μετοχή | shoring |
shore (en)
- στηρίζω (→ δείτε τη λέξη shore up)
- ↪My family shored me up after I failed the GED.
- Η οικογένειά μου με στήριξε μετά την αποτυχία μου στις [εξετάσεις γενικής παιδείας του] GED.
- ↪ The workers were shoring up the dock after it fell into the water.
- Οι εργάτες στηρίζουν το dock αφού έπεσε στο νερό.
- ↪My family shored me up after I failed the GED.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
shore (en)