shore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shore | shores |
shore (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γεωγραφία) η ακτή, η παραλία, η στεριά κατά μήκος της άκρης της θάλασσας, του ωκεανού ή μιας λίμνης
- (μόνο ενικός, αμερικανική σημασία) η ξηρά, η στεριά, μια περιοχή δίπλα στη θάλασσα ή στον ωκεανό, ειδικά σε μια περιοχή όπου οι άνθρωποι πηγαίνουν για μια μέρα ή διακοπές
- ↪ The seamen were serving on the shore instead of on the ships.
- Οι ναυτικοί υπηρετούσαν στη στεριά αντί στα καράβια.
- ↪ The seamen were serving on the shore instead of on the ships.
- στήριγμα, πάσσαλος ή στύλος που στηρίζει ένα βάρος από πάνω του ή ένα δάπεδο/οροφή
- ↪ The shores stayed upright during the earthquake.
- Τα στηρίγματα παρέμειναν όρθια στο σεισμό
- ↪ The shores stayed upright during the earthquake.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
shore (en)
- → δείτε το phrasal verb shore up
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
shore (en)