shore up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενεστώτας | shore up |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | shores up |
αόριστος | shored up |
παθητική μετοχή | shored up |
ενεργητική μετοχή | shoring up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
shore up (en)