Μετάβαση στο περιεχόμενο

short-sleeved

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
short-sleeved < short + sleeved

Επίθετο

[επεξεργασία]

short-sleeved (en)