shortfall
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shortfall | shortfalls |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shortfall (en)
- η ανεπάρκεια, το έλλειμμα
- ↪ There was a shortfall of eggs.
- Υπήρχε ανεπάρκεια αυγών.
- ↪ a shortfall on revenues - έλλειμμα στα έσοδα
- ↪ There was a shortfall of eggs.