shortfall

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
shortfall shortfalls

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
shortfall < short + fall

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

shortfall (en)

  • η ανεπάρκεια, το έλλειμμα
    There was a shortfall of eggs.
    Υπήρχε ανεπάρκεια αυγών.
    a shortfall on revenues - έλλειμμα στα έσοδα