shorthand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shorthand (en)

  1. στενογραφία
  2. συντομογραφία
  3. (μεταφορικά) σύντομος τρόπος έκφρασης-διατύπωσης ή αποτύπωσης ιδέας