Μετάβαση στο περιεχόμενο

should've

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
should've: συναίρεση του should + 've (have)

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

should've (en)

  • (θα) έπρεπε να είχα κάνει κάτι
      You should've told me earlier.
    Έπρεπε να μου το είχες πει νωρίτερα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]