shrapnel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
shrapnel shrapnels
Ο πληθυντικός, σπάνιος.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shrapnel (en) συνήθως στον ενικό