shrapnel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shrapnel | shrapnels |
Ο πληθυντικός, σπάνιος. |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shrapnel (en) συνήθως στον ενικό
- θραύσματα (όπως από χειροβομβίδα, νάρκη)