shrewdness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shrewdness | shrewdnesss |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]shrewdness (en)
ενικός | πληθυντικός |
shrewdness | shrewdnesss |
shrewdness (en)