shrewdness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shrewdness | shrewdnesss |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shrewdness (en)