shudder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- shudder < (άμεσο δάνειο) μέση ολλανδική schudderen και/ή μέση κάτω γερμανική schodderen < πρωτογερμανική *skudjaną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *skewdʰ- [1]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shudder | shudders |
shudder (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | shudder |
γ΄ ενικό ενεστώτα | shudders |
αόριστος | shuddered |
παθητική μετοχή | shuddered |
ενεργητική μετοχή | shuddering |
shudder (en)
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τη μέση ολλανδική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση ολλανδική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση κάτω γερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)