shutter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
shutter | shutters |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shutter (en)
- παντζούρι, παραθυρόφυλλο
- (τεχνολογία) κλείστρο μηχανών (φωτογραφικών, λήψης εικόνας, όπλων)