shyness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- η ντροπαλοσύνη, η ντροπαλότητα, η συστολή
- ↪ Some people find it difficult to speak in public due to their shyness.
- Κάποια άτομα βρίσκουν δύσκολο το να μιλάνε δημόσια λόγω της ντροπαλότητάς τους.
- ↪ Some people find it difficult to speak in public due to their shyness.