Μετάβαση στο περιεχόμενο

sickening

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

sickening (en)

  1. αρρωστημένος
  2. ιογενής
  3. φρικαλέος
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη unpleasant