sidatique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sidatique | sidatiques |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sidatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που πάσχει από AIDS
ενικός | πληθυντικός |
sidatique | sidatiques |
sidatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό