side effect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
side effect side effects

Ετυμολογία [επεξεργασία]

side effect < → δείτε τις λέξεις side και effect

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

side effect (en)

  1. η παρενέργεια, μια επιπλέον και συνήθως κακή επίδραση που έχει ένα φάρμακο σε μένα
    The painkiller was taken out of circulation, because it presented dangerous side effects.
    Το παυσίπονο αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, γιατί παρουσίασε επικίνδυνες παρενέργειες.
  2. η παρενέργεια, ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα μιας κατάστασης που συμβαίνει επιπλέον του αποτελέσματος που στόχευα
    The government’s economic measures caused serious side effects in the market.
    Τα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης προκάλεσαν σοβαρές παρενέργειες στην αγορά.
  3. (επιστήμη υπολογιστών) η παρενέργεια, παράπλευρο αποτέλεσμα
    δείτε επίσης: side effect (computer science) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]