siedziba
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
siedziba < siedzieć
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
siedziba (pl) θηλυκό
- η έδρα, η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας, ενός ιδρύματος κλπ
- (ειδικότερα) το κτήριο που βρίσκονται οι κεντρικές υπηρεσίες