sign
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sign | signs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sign (en)
- σημάδι
- ίχνος
- (μαθηματικά) πρόσημο
- (αστρολογία) ζώδιο
- νόημα, η γλωσσική μονάδα της νοηματικής γλώσσας
- (ιατρική) ένδειξη, σύμπτωμα που είναι απίθανο να το παρατηρήσει ο ασθενής
- ταμπέλα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sign (en)