signature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
signature (en)
- υπογραφή
- χαρακτηριστικό γνώρισμα
- (μουσική σημειογραφία) μουσικό σημείο αλλοίωσης
- key signature (οπλισμός)
- (προγραμματισμός, αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) η υπογραφή συνάρτησης ή μεθόδου
- δείτε επίσης: Type signature στην αγγλική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
signature | signatures |
signature (fr) θηλυκό
- η υπογραφή