significantly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- significantly < significant + -ly
Επίρρημα[επεξεργασία]
significantly (en) (χωρίς παραθετικά)
- σημαντικά
- ↪ Our network has developed significantly in recent years.
- Το δίκτυο μας αναπτύχθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
- ↪ Our network has developed significantly in recent years.