simplex
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο,
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
simplex (en) ενικός
simplices (en) πληθυντικός
- ο αποτελούμενος από ένα μόνο συστατικό
- (τηλεπικοινωνίες) μονόδρομη επικοινωνία
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
simplex στην αγγλική Βικιπαίδεια