simplicité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
simplicité simplicités

simplicité (fr) θηλυκό

  1. η απλότητα
  2. η ευήθεια
  3. η αγαθότητα
  4. η λιτότητα