simplicitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
simplicitate (ro) θηλυκό
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του simplicitate
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | o simplicitate | simplicitatea | nişte simplicități | simplicitățile |
γενική | a unei simplicități | simplicității | a unor simplicități | simplicităților |
δοτική | a unei simplicități | simplicității | a unor simplicități | simplicităților |
αιτιατική | o simplicitate | simplicitatea | nişte simplicități | simplicitățile |
κλητική | — | - | — | - |